- ἐγγωνιάζω
- ἐν-γωνιάζωplace at an anglepres subj act 1st sgἐν-γωνιάζωplace at an anglepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγγωνιάζω — ἐγγωνιάζω (Μ) κάθομαι σε μια γωνιά, αποσύρομαι και ησυχάζω … Dictionary of Greek